σφραγίδων

σφραγίδων
σφρᾱγί̱δων , σφραγίς
seal
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • LIGNUM — pro Numine: Et quidem rude primo, in Caryaridis Dianae, in laconia, templo Arnob. l. 6. Ridetis temporibus priscis Persas fluv. coluisse, Memoralia ut indicant scripta: Informem Arabas lapidem: Acinacem Scythicas nationes: Ramum pro Cinxia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CAVATOR — gemmarum scalptor est; cavare enim Latini pro scalpere, ut Graeci διατρῆσαι, posuerunt: gemmas enim qui scalpunt, quasi quosdam in iis cavant sulcos et foramina caelô imprimunt. Hinc in veterib. Inscript. mentio est Cabatorum de sacra via qui non …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SCALPERE — a Graeco γλάφω; Aeolico σγάλπω, et Sculpere, a Graeco γλύφω, Aeolic. σγύλπω, uti origine, sic et significatione, conveniunt. Usus tamen et consuerudo obtinuit, ut de his, quae ad signandum cavantur, scalptura proprie diceretur: sculpere vero,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γραμματοσημολογία — η μελέτη τών γραμματοσήμων και τών σχετικών θεμάτων (όπως τών ταχυδρομικών σφραγίδων, τής ιστορίας τών παραστάσεων τών γραμματοσήμων, τών ποικιλιών και σφαλμάτων, τών διαφόρων εκδόσεων, τών τρόπων συλλογής και ταξινομήσεως, τού ελέγχου τών… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιογραφία — η [δακτυλιογράφος] μελέτη, περιγραφή και χαρακτηρισμός δακτυλίων, δακτυλιολίθων και σφραγίδων …   Dictionary of Greek

  • ζωδιοποιός — ζῳδιοποιός, ὁ (Α) κατασκευαστής σφραγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + ποιός (< ποιώ)] …   Dictionary of Greek

  • λιθογλυφία — Η τέχνη του σκαλίσματος και της χάραξης πολύτιμων λίθων. Αποτελεί μία από τις αρχαιότερες και πιο λεπτές μορφές της ανθρώπινης καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι λίθοι που χρησιμοποιούνται στη λ. είναι πάρα πολλοί: ο αχάτης, ο αμέθυστος, ο χαλκηδόνιος, ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”